φτυστός

φτυστός
-ή, -ό, Ν
μτφ. εντελώς όμοιος, ολόιδιος («είναι φτυστός ο πατέρας του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτυσ- τού αορ. έ-φτυσ-α τού φτύνω + κατάλ. -τός* τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. γραφ-τός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φτυστός — ή, ό εντελώς όμοιος, ολόιδιος, απαράλλαχτος: Είναι φτυστός ο πατέρας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”